κόλε

κόλε
κόλος
docked
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολέτα — ή κολέντα, ἡ (Μ) αρμαθιά («κρομμύδια... εἴκοσι κολέ[ν]τας», Προδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. coleta] …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόουσιν, Γουίλιαμ — (William Grocyn, 1446; – 1519). Άγγλος ουμανιστής. Υπήρξε, μαζί με τους Κολέ, Λίλι, Λάτιμαρ και Μόρο, ένας από τους φίλους του Έρασμου, της ομάδας που ανέπτυξε τη μεγαλύτερη δραστηριότητα για την αναγέννηση των κλασικών σπουδών στην Αγγλία.… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

  • Τζιότο ντι Μποντόνε — (Giotto di Bondone, Κόλε ντι Βεσπινιάνο, Φλωρεντία 1266 – Φλωρεντία 1337). Ιταλός ζωγράφος, ψηφιδογράφος και αρχιοικοδόμος. Μαθητής του Τσιμαμπούε, τον οποίο (όπως αναφέρει η παράδοση και ο ίδιος ο Δάντης σε ένα περίφημο κομμάτι του Καθαρτηρίου)… …   Dictionary of Greek

  • Φλόρα, Φραντσέσκο — (Flra, Κόλε Σάνιτα 1891 – Μπολόνια 1962). Ιταλός ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αντιφασίστας, υπήρξε συντάκτης του περιοδικού Κρίτικα, που άσκησε έντονη κριτική στον Μουσολίνι. Μετά την πτώση του φασισμού διηύθυνε πολλά λογοτεχνικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”